Του Ανδρέα Κλαυδιανού
Η Ελλάδα διανύει μια από τις τραγικότερες περιόδους της ιστορίας της. Επί δύο 10ετίες βρίσκεται σε ένα φαύλο κύκλο χρέους και αφανούς κατοχής. Η συνεχής διόγκωση του δημόσιου χρέους βαθαίνει την οικονομική και συνακόλουθα πολιτική εξάρτηση, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην αέναη αύξηση του χρέους. Η Ελλάδα από το 2010 είναι ουσιαστικά μια χρεοκοπημένη χώρα. Βρυξέλες και Βερολίνο την έχουν διασωληνωμένη με έναν αγωγό δανεικών ευρώ που τα ανταλλάσουν με την ίδια την υπόστασή της, αποτρέποντας την τυπική χρεοκοπία της. Για την Ελλάδα δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, όσα χρήματα και αν χρωστούσε αν το χρέος της ήταν σε νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να εκδώσει, δηλαδή στο εθνικό νόμισμά της. Το πρόβλημα προκύπτει από τη στιγμή που το χρέος είναι σε συνάλλαγμα, δηλαδή σε ευρώ, το οποίο δεν μπορεί να εκδίδει. Επιπλέον, το ευρώ είναι ένα νόμισμα δομημένο έτσι ώστε να δημιουργεί χρέος. Επιβεβαίωση αυτού είναι η ίδια η εξέλιξη του ελληνικού χρέους. Τα 39 δις συναλλαγματικού χρέους πριν την ένταξη στο ευρώ (τέλος του 2001) πολλαπλασιάστηκαν στην 20ετία κατά 9,6 φορές φτάνοντας στο τέλος του 2020 τα 374 δις ευρώ ή το 225% του ΑΕΠ. Το χρέος θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο χωρίς το PSI του 2012, κατά το οποίο διαγράφηκαν τυπικά 126,4 δις. Αποκαλυπτική είναι και η προ ημερών δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ, προέδρου της ΕΚΤ, απαντώντας στο αίτημα 100 οικονομολόγων για τη διαγραφή των κρατικών χρεών (2,5 τρις.) που διακρατεί η ΕΚΤ: «Η διαγραφή χρέους… είναι αδιανόητη καθώς θα αποτελούσε παραβίαση της Συνθήκης της ΕΕ, η οποία απαγορεύει αυστηρά τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών. Αυτός ο κανόνας αποτελεί μία από τις κολόνες των θεμελίων του ευρώ». Η αφανής κατοχή δε θα μπορούσε βέβαια να επιβληθεί αν δεν υπήρχαν οι πρόθυμες (ανθ)ελληνικές κυβερνήσεις, οι επιμέρους πολιτικές των οποίων περιστρέφονται γύρω από τον αστερισμό του χρέους. Πρώτα πρέπει να εξυπηρετούν το χρέος και μετά τις εθνικές και κοινωνικές ανάγκες. Είναι ανίκανες να αντισταθούν σε εκβιασμούς. Αποφάσεις, ακόμα και για τα πλέον ζωτικά ζητήματα της χώρας, πρέπει να έχουν την έγκριση των Βρυξελλών. Αν αυτά που γίνονται αποτελούν τη μια όψη της ελληνικής τραγωδίας, αυτά που δε γίνονται αποτελούν την άλλη όψη της. Ο ελληνικός λαός πολλές φορές την τελευταία δεκαετία έχει εκφράσει τα πατριωτικά του αισθήματα με κορυφαίες στιγμές το 2011, το 2015, το 2018 και άλλες τόσες φορές έχει απογοητευθεί. Αποτέλεσμα αυτού, είναι η (εκτός των άλλων) συνειδητή αποχή να αποτελεί το πρώτο κόμμα σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις. Στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται ο Ελληνισμός σήμερα σε Ελλάδα και Κύπρο από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, δεν αρκούν τα πατριωτικά αισθήματα. Απαιτείται το ταχύτερο δυνατόν να αρθρωθεί Πατριωτικός Πολιτικός Λόγος. Από το 2010, μετά την επιβολή του καθεστώτος της «αφανούς κατοχής», ιδρύθηκαν στη χώρα πολλά κόμματα (συνολικά υπάρχουν 180) και τα περισσότερα αυτοχαρακτηρίζονται ως «πατριωτικά». Κανένα από αυτά δεν κατάφερε να αποκτήσει κοινωνικά ερείσματα που να μεταφράζονται και σ’ ένα αξιοπρεπές εκλογικό αποτέλεσμα. Κοινό χαρακτηριστικό, η αδυναμία τους να έχουν ένα εναλλακτικό πειστικό στρατηγικό σχέδιο απέναντι στη κυρίαρχη στρατηγική του ευρωμονόδρομου. Επιπλέον, κατά περίπτωση, διακρίνουμε:- Αναξιοπιστία. Επιλέγουν τακτικού – εκλογικού χαρακτήρα συνεργασίες χάριν των οποίων παραμερίζουν τους κεντρικούς πολιτικούς στόχους.
- Μονοθεματικότητα. Επικεντρώνονται στο θέμα της επικαιρότητας, ή στο θέμα που έχουν τις δυνατότητες και την «εξειδίκευση» να αναφερθούν τα στελέχη τους, ή σε δευτερεύοντα θέματα του όλου «Ελληνικού Ζητήματος» που υποκειμενικά και αυθαίρετα θεωρούν ως κυρίαρχα. Έτσι, ιδρύθηκαν κόμματα «αντιμνημονιακά», για τη «διαγραφή του χρέους», για τη «δραχμή», για τη «Μακεδονία», για τη «Δημοκρατία» κλπ με κεντρικά προτάγματα τα «συμπτώματα» και όχι τις αιτίες της «ασθένειας». Μονοθεματικά κόμματα εξακολουθούν να ιδρύονται με αφορμή τη «πανδημία», ορισμένες κυβερνητικές επιλογές κλπ.