Η πρόσφατη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Καγκελάριο Σόλτς επανέφερε διακριτικά και κάτω από το τραπέζι μια συζήτηση που στην Ελλάδα έπρεπε να προκαλεί ηλετροσόκ. Όχι βεβαίως τις πολεμικές αποζημιώσεις για τις οποίες ο Έλληνας Πρωθυπουργός δε βρήκε το κουράγιο να πει μισή λέξη, αλλά, την ελληνική σιωπηρή συναίνεση στην οριστική κατάργηση του βέτο εντός της ΕΕ.
Για να είμαστε ακριβείς, το καλαμπούρι ξεκίνησε λίγο πριν τις εσωκομματικές εκλογές, όχι του Σύριζα, αλλά, του ΚΙΝΑΛ, πριν ακριβώς δύο χρόνια. Τότε λοιπόν ο υποψήφιος για το χρίσμα και μετέπειτα αρχηγός, Νίκος Ανδρουλάκης, στη διάρκεια μιας ομιλίας του στη Κύπρο, ανέπτυξε αυτεπαγγέλτως μια εξόφθαλμα αντεθνική θέση. Είπε ότι: Ήρθε η ώρα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας να καταργηθεί ο κανόνας της ομοφωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρακτικά, δηλαδή, να καταργηθεί το δικαίωμα «βέτο» των κρατών μελών, ακόμη και για ζητήματα υπαρξιακού χαρακτήρα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας!
Ο κύριος Ανδρουλάκης επιχείρησε τότε να δικαιολογήσει την πρωτάκουστη, για τα ελληνικά δεδομένα, αυτή θέση λέγοντας ότι μπορεί να ακούγεται…λίγο αιρετική, αλλά συμβάλει στη διαμόρφωση μιας «κοινής αμυντικής κουλτούρας», απαλλαγμένης από αντιρρήσεις…αντιδραστικών χωρών, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία.
Στη συνέχεια όμως προδόθηκε, αποκαλύπτοντας από πού ξεπατίκωσε την ωραία ιδέα του. Είπε: «Είναι θετικό ότι η προγραμματική συμφωνία για τη νέα γερμανική κυβέρνηση (σ.σ. που τότε σχηματιζόταν στο Βερολίνο υπό τον σημερινό Καγκελάριο Ολαφ Σολτς), προβλέπει, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της ομοφωνίας στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και αυτή είναι μια θέση που πιστεύω ότι και η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να στηρίξουν»!
Το απίθανο αυτό «μαργαριτάρι» του πρώην ευρωβουλευτή, πέρασε στα ψιλά ως είθισται, από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, και μόνο στο πλαίσιο της εσωκομματικής αντιπαράθεσης, αναδείχτηκε από τον Γιωργάκη Παπανδρέου (ΓΑΠ), ο οποίος, σε μία κρίση σπάνιας διαύγειας, αντέτεινε ότι το «βέτο» είναι το διαπραγματευτικό όπλο των λιγότερο ισχυρών και χάρις σ’ αυτό μπόρεσε η Κύπρος να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό, το απελπιστικά προφανές, που συνέλαβε το μυαλό του ΓΑΠ απέφυγαν να προτάξουν τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα, προτιμώντας να αφήσουν την «ιδέα» Ανδρουλάκη ασχολίαστη.
Η κουβέντα βέβαια για την πλήρη κατάργηση της ομοφωνίας στην ΕΕ δεν είναι καινούργιο φρούτο. Απλώς στις μέρες μας ωριμάζει. Επί της ουσίας το βέτο έχει ήδη καταργηθεί χάρις στις απίθανες γερμανικές μεθοδεύσεις των τελευταίων ετών σε όλους τους τομείς πλην εκείνων της εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας όπου, όπως είναι λογικό, κάθε χώρα επιθυμεί να έχει ένα ύστατο μέσο προστασίας απέναντι σε βλαπτικές, για τα ζωτικά της συμφέροντα, αποφάσεις τρίτων.
Η ομοφωνία υπήρξε θεμέλιος λίθος της ιδρυτικής Συνθήκης της ΕΕ που βασιζόταν στο δημοκρατικό αξίωμα: «ένα κράτος – μία ψήφος». Όμως αυτό δε βόλευε τους Γερμανούς στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν τη νέα Pax Germanica στην Ευρώπη.
Αρχικά ανακάλυψαν την επινόηση της «ειδικής πλειοψηφίας» για τη λήψη αποφάσεων σε κρίσιμα οικονομικά θέματα. Αργότερα εφηύραν, ως παραλλαγή της, «τη διπλή πλειοψηφία» με κριτήρια που βολεύουν μόνο τους ίδιους: Για να περάσει μία απόφαση πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: (α) Να ψηφίσει υπέρ το 55% του αριθμού των χωρών μελών και (β) Η πρόταση να στηρίζεται από χώρες που εκπροσωπούν το 65% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ. Σε απλά ελληνικά, μονά-ζυγά δικά τους.
Όμως και αυτό δεν αρκούσε στο αδηφάγο Βερολίνο που, στη λογική του οδοστρωτήρα, θέλει να αρθούν και τα τελευταία εμπόδια για μπορεί να ασκεί χωρίς αντιρρήσεις τη δική του εξωτερική και αμυντική πολιτική. Η ιδέα για οριστική κατάργηση του βέτο προωθήθηκε επί των ημερών του Γιούγκερ και σήμερα αποτελεί σημαία της γερμανίδας Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ουρσουλας φον ντε Λάιεν και βεβαίως προγραμματική εξαγγελία της κυβέρνησης Σολτς.
Προχθές, ως εκ θαύματος, αυτή η πάγια γερμανική επιδίωξη υιοθετήθηκε ασμένως και από τον πρόεδρο της Κύπρου, Νίκο Χριστοδουλίδη!
«Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε την κατάργησης της ομοφωνίας, εφόσον αυτή συμβάλει στην ενίσχυση της Ε.Ε.» (διάβαζε της γερμανικής Ε.Ε.) είπε χωρίς περιστροφές, λίγο πριν αναχωρήσει για δείπνο με οικοδεσπότη τον Γερμανό Καγκελάριο και μενού, εκτός από τα θέματα μετανάστευσης και την κρίση στη Γάζα, την κατάργηση του βέτο.
Η τόσο απροκάλυπτη υιοθέτηση μιας γερμανικής θέσης που αντίκειται εξ ορισμού στα εθνικά συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου, προκαλεί κατάπληξη και πολλά ερωτηματικά. Ξεχνάει ο κύριος Χριστοδουλίδης που διετέλεσε και υπουργός Εξωτερικών, ότι ακόμη και η ενδοτική κυβέρνηση Σημίτη αναγκάστηκε, το 1999, να απειλήσει με βέτο τη διεύρυνση της ΕΕ με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προκειμένου να διασφαλιστεί η ένταξη της Κύπρου και ότι χωρίς αυτή την απειλή η Κύπρος δε θα γινόταν πλήρες μέλος το 2004;
Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη. Υπάρχει επιπλέον και μια δυσάρεστη υποψία. Ότι η θέση Χριστοδουλίδη υπήρξε προϊόν «συναπόφασης» με τον έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη που ελήφθη στη διάρκεια της πρόσφατης συνάντησης τους. Προς το παρόν ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει τοποθετηθεί επί του θέματος. «Τηρεί σιγήν ιχθύος». Και ούτε μπαίνουν στον κόπο να τον ρωτήσουν τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης. Προτιμούν την συναίνεση δια της…διολισθήσεως.
Το ζήτημα είναι όμως κορυφαίας εθνικής σημασίας και καλούνται να τοποθετηθούν επ΄ αυτού όλα τα ελληνικά κόμματα συμπεριλαμβανομένης της αξιωματικής αντιπολίτευσης με το νέο αρχηγό της. Θα συναινέσουν στην κατάργηση του βέτο που η Ελλάδα χρησιμοποίησε αποτελεσματικά και στην περίπτωση της ενταξιακής προοπτικής των Σκοπίων, μέχρι να έρθει η μοιραία συμφωνία των Πρεσπών;
Θα απεμπολήσουμε το δικαίωμα να μπλοκάρουμε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας εις πείσμα όλων των προκλήσεων εις βάρος της μειονότητας; Αν μεθαύριο οι Γερμανοί ξυπνήσουν με ένα ωραίο σχέδιο για την «ειρήνη στο Αιγαίο» που θα εξυπηρετεί τις τουρκικές επιδιώξεις, τι ακριβώς θα κάνουμε; Θα σκάψουμε μόνοι μας τον λάκκο μας; Είναι δυνατόν;
Θέλω να πιστεύω ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του στο Βερολίνο δεν πούλησε το βέτο για μερικά φιλικά χτυπήματα στη πλάτη και τα 42 εκατομμύρια ευρώ που του έδωσαν ως πρόσθετη βοήθεια στο μεταναστευτικό. Γιατί αν έχει συμβεί κάτι τέτοιο θα κληθεί να λογοδοτήσει και .οχι μόνο ενώπιον της ιστορίας…
Ο Γιώργος Χαρβαλιάς είναι συγγραφέας του βιβλίου «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια»
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτική Δημοκρατία» στις 19-11-23.